κατασυλλογίζεσθαι

κατασυλλογίζεσθαι
κατασυλλογίζομαι
have a conclusion drawn against one
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασυλλογίζομαι — (AM) (αποθ.) μσν. ερμηνεύω ορθολογικώς έννοιες και πράγματα που δεν ανάγονται στην περιοχή τού ορθού λόγου («κατασυλλογίζεσθαι πειρώμενος τὰ ἀσυλλόγιστα», Θεόδ. Στουδ.) αρχ. (λογ.) εκφέρω συμπέρασμα εναντίον κάποιου («πρὸς δὲ τὸ μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”